Της απέραντης νύχτας
τις διαστάσεις του όγκου της
δεν γνωρίζω,
μόνο κοιτώ τις ράχες της
τα σκοτεινά τοπία του φόβου
από χιλιάδες χέρια να τεντώνονται.
Κι ο τόπος όλος γιόμισε πουλιά
από ήχο άλαλο που ανέβαινε
σ΄ένα φεγγάρι,
που είχε τα βλέφαρα κλειστά
να ψάχνουν,
το νόημα της αγάπης, το είδα να χάνεται
σε μια σιωπή επανάστασης.
Πόσο αγάπησα τις μνήμες μου,
σαν φτάνει η άνοιξη αλαργεύω
κόκκινες ανταύγειες
από λάβα Ηφαιστίων,
κι ήμουν αγέρωχο πουλί
άνεμος, βροχή, σε όλες τις πτώσεις μου.