Πάρε μαχαίρι κόψε με καὶ ρῖξε τὰ κομμάτια μου,
-μάτια μου-
καὶ ρῖξ᾿ τα μέσα στὸ γιαλό.
Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ μ᾿ ἄφησες, τὸ κόσμο αὐτὸ σιχάθηκα
-χάθηκα-
καὶ δὲν ἐλπίζω πιὰ καλό.
Ἂν βάζεις τώρα τ᾿ ἄσπρα σου καὶ τὰ μαλαματένια σου,
-ἔννοιά σου-
θά ῾ρθει καιρὸς ποὺ θὰ θρηνῇς,
ποὺ θὰ σταθεῖς στὸ μνῆμα μου νὰ πεῖς ἕνα παράπονο
-κι ἄπονο-
θὰ μ᾿ εὕρῃς ὅσο κι ἂν πονῇς.
Πάρε φωτιὰ καὶ κᾶψε με κι ἀντάμα μὲ τὴ στάχτη μου
-τ᾿ ἄχτι μου-
μὲς τὰ πελάγη νὰ σκορπᾷς,
νὰ μὴ σέ ῾βρῇ τὸ κρῖμα μου, μαριόλα μου Ἠπειρώτισσα,
-ρώτησα-
καὶ μοῦ ῾παν ἄλλον ἀγαπᾷς.